- αποπερατώνω
- (AM ἀποπερατῶ, -όω, Μ (κ. -περατίζω κ. -περαιώ, -όω)τελειώνω, αποτελειώνω κάτι που έχει αρχίσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποπερατώνω — αποπερατώνω, αποπεράτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποπερατώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποτελειώνω κάτι: Η κόρη μου δεν αποπεράτωσε ακόμη τις σπουδές της. Ουσ. αποπεράτωση, η τελείωμα, συμπλήρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπράττω — (Α διαπράττω και διαπράσσω) 1. εκτελώ, αποπερατώνω 2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «τό διέπραξε πάλι» αρχ. 1. διέρχομαι, περνώ 2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω 3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε... 4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από… … Dictionary of Greek
συμπεραίνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπεραίνω Α (στην αρχ. μόνον το μέσ. συμπεραίνομαι) καταλήγω σε συμπέρασμα μετά από έλεγχο δεδομένων, συνάγω λογικό συμπέρασμα (α. «από όσα άκουσα, συμπεραίνω ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση» β. «τὴν ἑτέραν λαβόντα πρότασιν,… … Dictionary of Greek
έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… … Dictionary of Greek
αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω … Dictionary of Greek
αποτελειώνω — (AM ἀποτελειῶ, όω) 1. φέρνω κάτι σε τέλος, συμπληρώνω, αποπερατώνω 2. θανατώνω 3. δέρνω ή βασανίζω κάποιον χωρίς έλεος 4. πεθαίνω αρχ. μσν. οδηγώ κάποιον σε ηθική ανωτερότητα αρχ. 1. φέρνω κάτι σε πλήρη ωριμότητα 2. παθ. γίνομαι ώριμος, τέλειος… … Dictionary of Greek
γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… … Dictionary of Greek
διεκπεραίνω — (Α) [εκ περαίνω] φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω … Dictionary of Greek
εκπράσσω — ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α) 1. αποπερατώνω, κατορθώνω 2. καταστρέφω, σκοτώνω 3. απαιτώ, εισπράττω 4. τιμωρώ, εκδικούμαι … Dictionary of Greek